Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Τα τελευταία χρόνια ιδρύθηκε μάλιστα και ένα Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Πρόληψη του Εγκλήματος (EUCPN, δηλ. EU Crime Prention Network), που συντονίζει τη δράση των κρατών στον τομέα αυτόν και καθιστά ευρύτερα γνωστές τις λεγόμενες «καλές πρακτικές», που εφαρμόζουν διάφορες χώρες για την πρόληψη της παραβατικής συμπεριφοράς.
Στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1988, ιδρύεται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ένα πολυπληθές Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητας (ν.1738/88), που όμως δεν μπόρεσε να λειτουργήσει.
Το 1999 ακολούθησε ο νόμος 2713 αρθρ. 16, που δίνει τη δυνατότητα πλέον σε όλους τους Δήμους και Διαμερίσματα της χώρας να ιδρύσουν Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητας.
Ο θεσμός αυτός διαπνέεται από τρεις κυρίως βασικές ιδέες:
  • Την αντιμετώπιση του εγκλήματος, ει δυνατόν με πρόληψη και όχι με καταστολή (πριν δηλαδή συμβεί το κακό) και μάλιστα, ακόμη και σε περιοχές με μειωμένη εγκληματικότητα.
  • Την πρόληψη του εγκλήματος, που μπορεί να αφορά τη λήψη μέτρων είτε για την εξάλειψη των ευκαιριών που ευνοούν τη δράση του εγκληματία, είτε και για την καταπολέμηση των κοινωνικών παραγόντων, που ευνοούν την εξώθηση προς το έγκλημα ορισμένων συμπολιτών μας, κυρίως όσων ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς» κοινωνικές ομάδες, όπως αποφυλακισμένοι, ουσιοεξαρτημένοι ή απεξαρτημένοι, αλλοδαποί, άνεργοι, πένητες, εγκαταλειμμένα παιδιά, νεαρά παραβατικά άτομα, κακοποιημένες γυναίκες κ.λπ. (κοινωνική πρόληψη).
  • Το σημαντικό ρόλο πρόληψης που μπορεί να διαδραματίσει, πέρα από την επίσημη Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ο ίδιος ο πολίτης. Η συμμετοχή αυτή των πολιτών στην πρόληψη της εγκληματικότητας δεν μπορεί να έχει ασφαλώς, τη μορφή αυτοδικίας ή κακόβουλων ενεργειών, αφού τέτοιες συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μια δικαιοκρατούμενη κοινωνία. Κυρίως, η συμμετοχή αυτή πραγματώνεται είτε με τη λήψη από τον πολίτη ουσιαστικών πρωτοβουλιών και μέτρων, ώστε να αποφεύγει -σε ατομικό επίπεδο- τη θυματοποίησή του, είτε και με την ενεργό εθελοντική δράση του -σε συλλογικό επίπεδο- για την προώθηση του έργου ενός Τοπικού Συμβουλίου, που θα περιορίζει τα κοινωνικά αίτια, τα οποία προκαλούν την παραβατικότητα.
Η Πολιτεία δηλαδή χαράσσει τις γενικές κατευθύνσεις της αντεγκληματικής πολιτικής και οι πολίτες, σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την τοπική Αστυνομία και τους κοινωνικούς φορείς, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης Παραβατικότητας σε επιμέρους περιοχές.
Για να ενθαρρυνθούν οι Δήμοι στην ίδρυση και λειτουργία των Τοπικών Συμβουλίων συστάθηκε αρχικά, στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μια Ομάδα Διοίκησης Έργου υπό τον καθηγητή κ. Γιάννη Πανούση (Απρίλιος του 2002).


Αργότερα, το Σεπτέμβριο του 2004, πέρασε σε μία 15μελή ομάδα υπό τον καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη και το Νοέμβριο του 2005 μετεξελίχθηκε σε ένα 11μελές Κεντρικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας (άρθρ. 13 ν. 3387/2005) με αποστολή να προωθήσει τη σύσταση Τοπικών Συμβουλίων σε βασικούς Δήμους της χώρας και να συντονίζει τη δράση τους.
Για τη διευκόλυνση των Δήμων προετοιμάστηκε πέρυσι και ένα λεπτομερές και εύκολο στη χρήση του εγχειρίδιο, στο οποίο περιλαμβάνονται:
- Οδηγίες για τη σύσταση και λειτουργία τοπικών Συμβουλίων,
- Συμβουλές στους πολίτες για το πώς να αποφεύγουν ή έστω να περιορίζουν τη θυματοποίησή τους,
- Καταγραφή χρήσιμων διευθύνσεων και τηλεφώνων για έγκαιρη επίλυση προβλημάτων που μπορούν να οδηγήσουν στην παραβατικότητα (π.χ. κέντρα και συμβουλευτικοί σταθμοί για αντιμετώπισης της ουσιοεξάρτησης), καθώς και
- Συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για τις παρεμβάσεις στις οποίες μπορούν να προβαίνουν τα Τοπικά Συμβούλια, ώστε να μειώσουν, κατά το δυνατόν, την παραβατικότητα στις περιοχές τους.
Οι βασικές δραστηριότητες που ασκούν τα Τοπικά Συμβούλια περιγράφονται αρχικά στην υπ� αριθ. 3002/1/14-στ΄/14-1-1-02 (αρθρ.2) απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και είναι οι ακόλουθες:
  • Καταγράφουν και μελετούν την παραβατικότητα στο συγκεκριμένο Δήμο ή Κοινότητα.
  • Σχεδιάζουν και προωθούν ειδικές δράσεις για την πρόληψη της παραβατικότητας και την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της βίας στην οικογένεια, του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής ανασφάλειας.
  • Μεριμνούν για την ευαισθητοποίηση των πολιτών και την ενεργό συμμετοχή τους σε προγράμματα πρόληψης παραβατικότητας.
  • Αναλαμβάνουν τον συντονισμό και την πλαισίωση πρωτοβουλιών άλλων κοινωνικών φορέων, όπως συλλόγων γονέων, εθελοντών, θεραπευτικών κοινοτήτων, που στοχεύουν στην πρόληψη της παραβατικότητας.
  • Φροντίζουν για τη σύσταση δικτύων βοήθειας, αρωγής και πληροφόρησης των θυμάτων, εγκληματικών πράξεων, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, ιδίως δικηγορικούς συλλόγους, ιατρικούς συλλόγους, κοινωνικού χαρακτήρα ιδρύματα και συλλόγους.
  • Ενισχύουν τα προγράμματα μέριμνας των εγκαταλειμμένων παιδιών και των ατόμων που χρήζουν βοήθειας.
  • Βοηθούν τους αποφυλακισμένους στην εξεύρεση εργασίας ή δημιουργικής απασχόλησης και γενικά στην ομαλή ένταξή τους στο κοινωνικό περιβάλλον.
  • Σχεδιάζουν την εφαρμογή μέτρων, σε συνεργασία με τη Δ/νση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για την πρόληψη της βίας και της διακίνησης ναρκωτικών μέσα στο σχολείο ή στις γύρω περιοχές.
  • Μεριμνούν για τη δημιουργία χώρων υποδοχής και ανάπτυξης πρωτοβουλιών νέων, ιδίως εργαστηρίων θεάτρου, ζωγραφικής, μουσικής, πίστας αγώνων.
  • Σχεδιάζουν για την εφαρμογή ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων για γονείς, δασκάλους και καθηγητές.
  • Μεριμνούν για την εκπαίδευση εθελοντών πάνω σε θέματα όπως π.χ. η πρόληψη τροχαίων ατυχημάτων, η σχολική και εξωσχολική βία, η χρήση ναρκωτικών, η κακομεταχείριση και εκμετάλλευση γυναικών και ανηλίκων.
  • Διοργανώνουν αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις για νέους, σε συνεργασία με φυσιολατρικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς και άλλους τοπικούς συλλόγους.
  • Μεριμνούν, ώστε να καταχωρίζονται στις τοπικές εφημερίδες οδηγίες για τον τρόπο προστασίας των πολιτών από την παραβατικότητα. Για τον ίδιο σκοπό μπορούν να εκδίδουν και ενημερωτικά φυλλάδια και έντυπα με ανάλογο περιεχόμενο.
  • Συντάσσουν την ετήσια έκθεση για την κατάσταση της παραβατικότητας στον χώρο δράσης τους και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των ληφθέντων μέτρων πρόληψης.
  • Προτείνουν αρμοδίως μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής.
  • Μεριμνούν για την καθιέρωση «Ημέρας Προβληματισμού» της τοπικής κοινωνίας για τα προβλήματα παραβατικότητας της περιοχής τους.
  • Μεριμνούν για τη βράβευση αστυνομικών, άλλων δημοσίων λειτουργών και ιδιωτών που εκδηλώνουν ιδιαίτερο ζήλο και καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες στην πρόληψη και καταστολή της παραβατικότητας στην περιοχή τους.
Βασική επιδίωξη των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Εγκληματικότητας είναι η ενίσχυση των θεσμών της γειτονιάς για την ενδυνάμωση της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής. Τα Συμβούλια καλούνται, μέσα από τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν, να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά αίτια που προκαλούν την � μικρομεσαία κυρίως- παραβατικότητα, και όχι να ασκούν αστυνόμευση.
Συνεργάζονται, ωστόσο, στο πλαίσιο της αποστολής τους για κοινωνική πρόληψη, με την Αστυνομία, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Πρόληψη της Εγκληματικότητας, καθώς και με άλλους αντίστοιχους φορείς.
Παρ� όλες όμως τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, στην κοινή συνάντηση εργασίας της Επιτροπής Κοινωνικής Πολιτικής της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) με τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου του Υ.Δ.Τ., τον Ιανουάριο του 2006, κοινή διαπίστωση αποτέλεσε το γεγονός ότι όσα Τοπικά Συμβούλια έχουν συσταθεί στους Ο.Τ.Α. βρίσκονται σε υπολειτουργία και για αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητο μια ολοκληρωμένη παρεμβατική πολιτική, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει:
  • Την χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων των Τοπικών Συμβουλίων από το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και αποκέντρωσης (πρόγραμμα Θησέας).
  • Την κατάρτιση κανονισμού λειτουργίας τους με σαφή προσανατολισμό και με μεθοδολογικά πρότυπα.
  • Τη διαρκή επιστημονική στήριξη των Τοπικών Συμβουλίων και
  • Την ύπαρξη συστήματος αξιολόγησης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΕΔΚΕ, αμέσως μετά τη συνάντηση εργασίας, ανέθεσε στην Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής τη διερεύνηση για σύναψη Προγραμματικής Σύμβασης με Πανεπιστημιακό ή άλλο φορέα, για το σχεδιασμό και την οργάνωση των απαιτούμενων δράσεων, ώστε να είναι αποτελεσματική η λειτουργία τους.
Σήμερα, με την επιστημονική στήριξη και το συντονισμό του Κεντρικού Συμβουλίου Πρόληψης παραβατηκότητας και την παρότρυνση της ΚΕΔΚΕ έχουν συσταθεί και λειτουργούν με ουσιαστικό τρόπο τοπικά Συμβούλια σε αρκετούς Δήμους της χώρας με πρώτους το Δήμο Αθηναίων και Πειραιά. Κάποιοι δε απ� αυτούς εφαρμόζουν πρωτοπόρες ιδέες και δράσεις στον τομέα της πρόληψης με πολύ καλά αποτελέσματα όπως της Ηλιούπολης, Κορυδαλλού, της Αγίας Βαρβάρας, Ζακύνθου κ.λπ.
Σε ομιλίες που έγιναν και γίνονται κατά καιρούς αναπτύσσεται ιδιαίτερα η ανάγκη επέκτασης της λειτουργίας των τοπικών Συμβουλίων και στην υπόλοιπη χώρα, με παράλληλη ευαισθητοποίηση των εκεί τοπικών κοινωνιών, ώστε να γίνει ενεργότερη η συμμετοχή των πολιτών στην πρόληψη του εγκλήματος και να εμπεδωθεί έτσι με ουσιαστικότερο τρόπο το αίσθημα ασφαλείας, που προφανώς αποτελεί προϋπόθεση για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Επιμέλεια: Π.Υ/Α΄ Γιώργος Χονδροματίδης
Πηγή: Τμήμα Νομικής Αθηνών-Εργαστήριο
Ποινικών και Εκληματολογικών Ερευνών (εγχειρίδιο)
επιμ. Νέστωρ Κουράκης


Η ιδέα για τη σύσταση των Τοπικών Συμβουλίων και την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στην πρόληψη του εγκλήματος εμφανίστηκε στην Ευρώπη και αλλού κατά τη δεκαετία του �80 τόσο μέσα στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, όσο και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπως Αγγλία και Γαλλία.


Πηγή: Περιοδικό Αστυνομική Ανασκόπηση Τέυχος 243 Μάιος Ιούνιος 2007
Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!